- λογότροπος
- λογότροπος ὁ (Α)(σύντομος τύπος συλλογισμού) (κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο) «λογότροπος δέ ἐστι, τὸ ἐξ ἀμφοτέρων σύνθετονοἷον, εἰ ζῇ Πλάτων, ἀναπνεῑ Πλάτωνἀλλὰ μὴν τὸ πρῶτοντὸ ἄρα δεύτερον».[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τρόπος με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.